κεράκι

κεράκι
το свеча, свечка

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Смотреть что такое "κεράκι" в других словарях:

  • κεράκι — το 1. μικρό κερί 2. ονομασία παιδικού παιχνιδιού …   Dictionary of Greek

  • κεράκι — το υποκορ. του κερί μικρό κερί …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • αγιοκέρι — το 1. λαμπάδα τής εκκλησίας από καθαρό κερί μελισσών 2. το κερί τής μέλισσας 3. το φυτό Hoya ή Asclepias carnosa τής τάξης τών Ασκληπιαδωδών (Asclepiadaceae), που τα άνθη του μοιάζουν με κερί (αλλιώς κεράκι). [ΕΤΥΜΟΛ. < άγιος + κερί] …   Dictionary of Greek

  • καταντώ — και καταντάω και κατανταίνω κατάντησα, καταντημένος 1. φτάνω σε κάποιο σημείο, καταλήγω κάπου, περιέρχομαι σε άθλια κατάσταση: Από πλούσιος κατάντησε φτωχός. 2. κάνω κάποιον να καταλήξει κάπου, τον φέρνω σε άθλια κατάσταση: Για ιδές πώς με… …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»